- κλαυθμός
- ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός)κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.)νεοελλ.(συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» — γοερός θρήνος για μεγάλη συμφοράνεοελλ.-μσν.έντονο παράπονομσν.1. θλιβερός σκοπός2. θλίψη3. δάκρυα χαράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυ- τού κλαίω (πρβλ. αόρ. ἔ-κλαυ-σ-α) + επίθημα -θμός (πρβλ. κινη-θμός, μυκη-θμός)].
Dictionary of Greek. 2013.